- θεράπαινα
- [-ίς (-ίδος)] η уст. служанка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θεράπαινα — handmaid fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεράπαινα — η (Α θεράπαινα) (θηλ. τού θεράπων) υπηρέτρια («αἱ θεράπαιναι λαβοῦσαι ἀπῆγον αὐτήν», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θεράπων] … Dictionary of Greek
θεραπαίνας — θεραπαίνᾱς , θεράπαινα handmaid fem acc pl θεραπαίνᾱς , θεράπαινα handmaid fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεράπαιν' — θεράπαινα , θεράπαινα handmaid fem nom/voc sg θεράπαιναι , θεράπαινα handmaid fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεραπαινῶν — θεράπαινα handmaid fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεραπαίναιν — θεράπαινα handmaid fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεραπαίναις — θεράπαινα handmaid fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεραπαίνης — θεράπαινα handmaid fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεραπαίνῃ — θεράπαινα handmaid fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεράπαιναι — θεράπαινα handmaid fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεράπαιναν — θεράπαινα handmaid fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)